σειρίδα — σειρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροσειρίδα — η, Ν σειρίδα από εύφλεκτη ύλη κατάλληλη για τη μετάδοση τής φωτιάς από ορισμένη απόσταση, φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σειρίδα (< σειρά)] … Dictionary of Greek
PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρίδιο — το, Ν [σειρίς, ίδος] υποκορ. τ. τού σειρίδα … Dictionary of Greek
σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… … Dictionary of Greek